ανθυγιεινότης

ανθυγιεινότης
(-τητος), η
η ιδιότητα του ανθυγιεινού, η νοσηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθυγιεινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γερμανό γιατρό Βερνάρδο Όρνσταϊν στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”